- σάνν'
- σάννα , σάνναςzanymasc voc sgσάννα , σάνναςzanymasc nom sg (epic)σάνναι , σάνναςzanymasc nom/voc plσάννᾱͅ , σάνναςzanymasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαννίδωρος — ὁ, Α περιπαικτικό παρωνύμιο τού Επικούρου αντί τού Αντίδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν (πρβλ. σάνν ας, σάνν ιον) + δωρος (< δῶρον)] … Dictionary of Greek